- ὑγρόφοιτος
- ὑγρόφοιτοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υγρόφοιτος — ον, Α (ποιητ. τ.) ὑγροπόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + φοιτος (< φοιτῶ), πρβλ. πολύ φοιτος] … Dictionary of Greek
τόργος — ὁ, Α 1. γύπας, όρνιο 2. φρ. «τόργος ὑγρόφοιτος» ο κύκνος (Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής αλεξανδρινής ποίησης αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με έναν γερμ. τ. με σημ. «πελαργός» (πρβλ. αρχ. νορβ. storkr, αρχ. άνω γερμ. stork, αγγλ.… … Dictionary of Greek
υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… … Dictionary of Greek